παρακατέστησεν

παρακατέστησεν
παρακαθίστημι
set down beside
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακαθίστημι — και παρακαθιστάνω Α τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”